ΟΡΙΣΜΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο όρος μεταβολικό σύνδρομο χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα σύμπλεγμα μεταβολικών διαταραχών, προϋποθέτοντας ως κοινό παθολογικό υπόστρωμα τους, την ύπαρξη αντίστασης των ιστών στόχων στη δράση της ινσουλίνη.
Η παρουσία του συμπλέγματος των μεταβολικών αυτών διαταραχών αυξάνει τον κίνδυνο πρωίμου εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου.
Το μεταβολικό σύνδρομο σε σχέση με την αντίσταση στην ινσουλίνη περιέγραψε πρώτος ο Reaven (1988) όταν αξιολογώντας και παλαιότερες παρατηρήσεις περιέγραψε συνύπαρξη της αντίστασης στην ινσουλίνη με υπερινσουλιναιμία, διαταραχή στην ανοχή της γλυκόζης, υπερτριγλυκεριδαιμία, μειωμένη HDL-χοληστερόλη και υπέρταση, το οποίο ονόμασε σύνδρομο Χ. Βασικό χαρακτηριστικό του συνδρόμου θεωρήθηκε η υπερινσουλιναιμία που είναι η κύρια μεταβολική διαταραχή της αντίστασης στην ινσουλίνη. Τα επόμενα χρόνια στο σύμπλεγμα των εκδηλώσεων του συνδρόμου Χ προστέθηκαν και άλλες παράμετροι (πίνακας 1) και δόθηκαν διάφορα άλλα ονόματα όπως, πολυμεταβολικό σύνδρομο, σύνδρομο αντίστασης στην ινσουλίνη, μεταβολικό καρδιαγγειακό σύνδρομο, σύνδρομο αντίστασης στην ινσουλίνη – δυσλιπιδαιμίας.
- Αρχική περιγραφή (Reaven)
Αντίσταση στην ινσουλίνη
Υπερινσουλιναιμία
Διαταραχή ανοχής στη γλυκόζη
Υπέρταση
Υπερτριγλυκεριδαιμία
Μειωμένη HDL-χοληστερόλη
- Επεκτάσεις συνδρόμου
Κεντρική παχυσαρκία
Αυξημένα μικρά πυκνά κλάσματα LDL-χοληστερόλης
Υπερουριχαιμία
Μειωμένο PAI-1
Αυξημένη μεταγευματική λιπαιμία μειωμένη SHBG υπερινωδογοναιμία μικρολευκωματουρία αντίσταση στη λεπτίνη υπερλεπτιναιμία
ΕΠΕΚΤΑΣΕΙΣ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΣΧΕΣΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΙΝΣΟΥΛΙΝΗ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΗΣ ΝΟΣΟΥ
Το μεταβολικό σύνδρομο δεν είναι σπάνιο, επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι πάνω από 25% του πληθυσμού σταδιακά αναπτύσσει αντίσταση στην ινσουλίνη εμφανίζοντας τις εκδηλώσεις του μεταβολικού συνδρόμου . Ο όρος αντίσταση στην ινσουλίνη δείχνει μια κατάσταση στη οποία φυσιολογικές συγκεντρώσεις της ορμόνης παρουσιάζουν, μείωση της αναμενόμενης, βιολογικής απάντησης. Επειδή η κυριότερη δράση της ινσουλίνης είναι η διατήρηση της ομοιοστασίας της γλυκόζης ο Reaven θεώρησε ότι η βασική διαταραχή της αντίστασης εντοπίζεται στη μέσω της ινσουλίνης πρόσληψης της γλυκόζης στους περιφερικούς ιστούς και κυρίως στους σκελετικούς μύες και λιπώδη ιστό. Σήμερα η αντίσταση στην ινσουλίνη αναφέρεται σαν μια γενική μεταβολική διαταραχή η οποία προδιαθέτει τους ασθενείς στην εμφάνιση πλην του ΣΔ 2 και σε άλλους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου όπως υπέρταση και δυσλιπιδαιμία, μια κατάσταση που υπολογίζεται ότι εμφανίζουν πάνω από 200 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
Ηλικία : Η αύξησή της έχει δυσμενή επίδραση στην σακχαραιμική καμπύλη. Για κάθε δεκαετία ζωής το σάκχαρο νηστείας αυξάνει κατά 0.9 mg% και η μεταγευματική γλυκαιμία κατά 7.2 – 12.6 mg%. H επιδείνωση αυτή κυρίως αποδίδεται στην μείωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη
Παχυσαρκία : είναι κοινώς αποδεκτό ότι αυξάνει την αντίσταση στη ινσουλίνη. Αύξηση πάνω από 35 – 40% του ιδανικού βάρους έχει σαν αποτέλεσμα μείωσης της ευαισθησίας των ιστών στην ινσουλίνη κατά 30 – 40%. Επί παχυσαρκίας και ειδικά επί κεντρικής παχυσαρκίας θεωρείται ότι, η αύξηση των ελευθέρων λιπαρών οξέων (FFA) που συρρέουν στην πυλαία προκαλούν την εμφάνιση αντίστασης στην ινσουλίνη στα ηπατικά κύτταρα με αποτέλεσμα την αύξηση της νεογλυκογένεσης που οδηγεί σε επιδείνωση της αντίστασης και υπερινσουλιναιμίας. Στην καυκάσια φυλή υπάρχει μια αρνητική γραμμική συσχέτιση μεταξύ σωματικού λίπους και ευαισθησίας στην ινσουλίνη, ενώ στους Pima Indians μια όμοια σχέση υπάρχει όταν το σωματικό λίπος αυξάνει πάνω από 26%. Η συσχέτιση αυτή επηρεάζεται επί πλέον από την κατανομή του λιπώδους ιστού με την κεντρική κατανομή του να παρουσιάζει πιο ισχυρή συσχέτιση με την αντίσταση στην ινσουλίνη.
Σωματική δραστηριότητα : H αυξημένη σωματική δραστηριότητα αυξάνει την μέσω της ινσουλίνης διάθεση της γλυκόζης στους ιστούς και την ευαισθησία του ήπατος στην ινσουλίνη. Αυτό το αποτέλεσμα όπως έχει διαπιστωθεί εμφανίζεται μετά από 4 – 6 εβδομάδων εντατικής άσκησης.
ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ – ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ
Το μεταβολικό σύνδρομο εμπεριέχει παθολογικές καταστάσεις οι οποίες θεωρούνται παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου. Αν και συσχετισμοί μεταξύ αυτών των παραγόντων κινδύνου έχουν δειχθεί σε πολλές μελέτες, από 15ετίας περίπου η ύπαρξη ενός διακριτού συνδρόμου με υπόστρωμα την αντίσταση στην ινσουλίνη δεν ήταν απόλυτα αποδεκτή. Κύριο σημείο αμφισβήτησης αποτελεί η διαπίστωση, ότι αν και η αντίσταση στην ινσουλίνη αποδίδεται σε γονιδιακή βλάβη, σε μικρή αναλογία ασθενών έχουν αναγνωριστεί πιθανά γονίδια. Διαγνωστικά κριτήρια του Μεταβολικού Συνδρόμου έχουν προταθεί το 1999 από την W.H.O και το 2001 από την NCEP (National Cholesteror Education Program).
Σύμφωνα με τα κριτήρια της W.H.O η διάγνωση τίθεται όταν υπάρχει:
Διαταραχή στην ομοιοστασία της γλυκόζης IFG ,IGT, ΣΔ2 ή/και ινσουλινοαντοχή
και 2 ή περισσότεροι από τους παρακάτω παράγοντες :
1 : IFG= Impaired Fasting Glucose (Διαταραγμένη Γλυκόζης Νηστείας) δηλαδή σάκχαρο νηστείας 100-125mg/dl.
2 : IGT= Impaired Glucose Tolerance (Διαταραγμένη Ανοχή Γλυκόζης) δηλαδή σάκχαρο στην δοκιμασία ανοχής γλυκόζης 2 ώρες μετά από χορήγηση από του στόματος 75 γρ. γλυκόζης 140-199mg/dl.
3. Aρτηριακή πίεση > 140/ 90 mmHg
4. Tg > 150 mg/dL ή HDL-χολ < 35 mg /dL(A), < 39 mg/dL (Γ)
5. W/H > 0.9 (A), > 0.85 (Γ) ή BMI4 > 30 Kg/m2
6. Λευκωματίνη ούρων : 20 – 200 μg/min
Σύμφωνα με τα κριτήρια της NCEP η διάγνωση τίθεται όταν υπάρχουν τρεις ή περισσότεροι από τους παρακάτω παράγοντες
- Δυσλιπιδαιμία: Tg >150 mg/dL
- HDL-χολ: < 40 mg/dL (A), < 50 mg/dL
- Παχυσαρκία κεντρικού τύπου: περίμετρος μέσης : > 102 cm (A), > 88 cm(Γ)
- Αρτηριακή πίεση: > 135/ 85 mmHg
- Γλυκόζη νηστείας : > 110 mg/dL
Βάσει των παραπάνω για την αποκάλυψη Μεταβολικού Συνδρόμου θα πρέπει να γίνεται έλεγχος για την αποκάλυψη δυσλιπιδαιμίας , παχυσαρκίας, υπέρτασης, μικρολευκωματινουρίας, σακχαρώδους διαβήτη ή διαταραχής ανοχής γλυκόζης και υπερινσουλιναιμίας. Δυσλιπιδαιμία σχετιζόμενη με μεταβολικό σύνδρομο ορίζεται από επίπεδα τριγλυκεριδίων νηστείας> 200 mg% και χαμηλά επίπεδα HDL-χοληστερίνης < 35 mg%. Παχυσαρκία θεωρείται όταν το BMI είναι >27,3 Kg/m2 για τίς γυναίκες και >27,8 Kg/m2 για τους άνδρες που αντιστοιχεί κατά προσέγγιση στο 120% του ιδανικού σωματικού βάρους. Κεντρική παχυσαρκία θεωρείται όταν ο λόγος περιμέτρου μέσης/ισχίου είναι > 1.0 για τους άνδρες και > 0.9 για τις γυναίκες. Σε μερικές επιδημιολογικές μελέτες η κεντρική παχυσαρκία εκτιμάται μόνον από την περίμετρο της μέσης (> 1.0 m στους άνδρες και > 0.9 m στις γυναίκες). Διάγνωση υπέρτασης τίθεται από δύο μετρήσεις της αρτηριακής πίεσης σε κατάσταση ηρεμίας που υπερβαίνουν το 140/90 mm Hg. Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2 ορίζεται όταν σε περίοδο νηστείας η τιμή σακχάρου φλεβικού αίματος είναι > 126 mg% ή > 200 mg% 2 ώρες μετά από φόρτιση με γλυκόζη και διαταραχή ανοχής γλυκόζης όταν η τιμή σάκχαρο δύο ώρες μετά φόρτιση με γλυκόζη είναι >140 mg% και < 200 mg%.
- W/H : Waist / Hip ratio (λόγος περιμέτρου μέσης/περίμετρο ισχίου)
- BMI (Body Mass Index (δείκτης σωματικής μάζας)
Μικρολευκωματινουρία: Ο έλεγχος είναι θετικός όταν η απέκκριση λευκωματίνης είναι > 30 ιτ^/24ωρο ή > 20μg/min σε ούρα 8ωρου ή 4ώρου ή ο λόγος λευκωματίνης / κρεατινίνης > 30mg/g σε τυχαίο δείγμα ούρωνΉ βιολογική διακύμανση της μικρολευκωματινουρίας από μέρα σε μέρα είναι υψηλή (~40%) κι επομένως η οποιαδήποτε διάγνωση δεν μπορεί να στηριχθεί σε μία μόνο τιμή. Για να τεθεί η διάγνωση της μικρολευκωματινουρίας είναι απαραίτητη η εύρεση δύο θετικών σε τρεις μετρήσεις που θα γίνουν σε διάστημα 3 – 6 μηνών.
Υπερινσουλιναιμία θεωρείται όταν η τιμή ινσουλίνης νηστείας υπερβαίνει τα 114 pmol/L (20 IU/ml).
O προσδιορισμός της ινσουλίνης πρέπει να αξιολογείται με μεγάλη προσοχή γιατί οι διάφοροι μέθοδοι προσδιορισμού της, συχνά παρουσιάζουν διασταυρούμενη αντίδραση (cross-reaction) με την προϊνσουλίνη και άλλα πρόδρομα μόρια της ινσουλίνης με αποτέλεσμα την υπερεκτίμηση των αληθών επιπέδων της ινσουλίνης.
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΑΒΗΤΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟ ΤΟΥ ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ. ΑΘΗΝΑ 2004